ἔμπλεγμα
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
-ατος, τό, plait: ἐ. γυναικεῖα Artem.4.83.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
trenzado del cabello ἐμπλέγματα γυναικεῖα Artem.4.83, τὰ τῆς ἑταιριζομένης ἐμπλέγματα ἢ ἐνδύματα Const.App.1.8.17, cf. Chrys.Catech.Illum.1.34, de crines de caballos, Phot.α 3179.
German (Pape)
[Seite 814] τό, Verflechtung, Artem. 4, 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλεγμα: τό, πᾶν πλεκτὸν ἢ ἐντὸς ἐνυφασμένον κόσμημα, Ἀρτεμίδ. 4. 83.
Greek Monolingual
ἔμπλεγμα, το (AM)
κόσμημα που έχει τοποθετηθεί μέσα σε ύφασμα κατά την ύφανση ή το πλέξιμο.