νεκροδόχος

From LSJ
Revision as of 12:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροδόχος Medium diacritics: νεκροδόχος Low diacritics: νεκροδόχος Capitals: ΝΕΚΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: nekrodóchos Transliteration B: nekrodochos Transliteration C: nekrodochos Beta Code: nekrodo/xos

English (LSJ)

νεκροδόχον, = νεκροδέγμων, Eust.1903.63.

German (Pape)

[Seite 237] = νεκροδόκος, Eust. 1903, 63.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδόχος: -ον, = νεκροδέγμων, Εὐστ. 1093. 63.

Greek Monolingual

-ο (Μ νεκροδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται τους νεκρούς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νεκροδόχος
ο τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. μνημοδόχος, ξενοδόχος].