κακοφυΐα
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ἡ, bad natural qualities, Pl.Def.416.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, schlechte Naturanlage, κακία ἐν φύσει Plat. Defin. 418.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοφυΐα -ας, ἡ [κακοφυής] natuurlijke slechtheid, slechte natuurlijke gesteldheid.
Russian (Dvoretsky)
κακοφυΐα: ἡ врожденная порочность, дурные природные задатки Plat.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφυΐα: ἡ, «κακία ἐν φύσει καὶ ἁμαρτία τοῦ κατὰ φύσιν· νόσος τοῦ κατὰ φύσιν» Πλάτ. Ὅροι 416D· κακὴ αὔξησις, κ. σώματος Βυζ.
Greek Monolingual
η (Α κακοφυΐα) κακοφυής
ιατρ. κακή διάπλαση του σώματος, κακοπλασία.