ἀποθαρρύνω
From LSJ
English (LSJ)
encourage, τοὺς φίλους App.Hann.12.
Greek Monolingual
(Α ἀποθαρρύνω) θαρρύνω
νεοελλ.
προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω
αρχ.
ενθαρρύνω, παροτρύνω.
German (Pape)
ermutigen, App.
Full diacritics: ἀποθαρρύνω | Medium diacritics: ἀποθαρρύνω | Low diacritics: αποθαρρύνω | Capitals: ΑΠΟΘΑΡΡΥΝΩ |
Transliteration A: apotharrýnō | Transliteration B: apotharrynō | Transliteration C: apotharryno | Beta Code: a)poqarru/nw |
encourage, τοὺς φίλους App.Hann.12.
(Α ἀποθαρρύνω) θαρρύνω
νεοελλ.
προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω
αρχ.
ενθαρρύνω, παροτρύνω.
ermutigen, App.