παντονίκης
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, all-conquering, D.C.63.10.
German (Pape)
[Seite 464] ὁ, in Allem Sieger, D. Cass. 63, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παντονίκης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας νικῶν, Δίων Κ. 63. 10.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που νικά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. πολυνίκης].