προϋπορρίπτω
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
cast under first, Sor.2.13 (Pass.).
Greek Monolingual
Α
ρίχνω προηγουμένως κάτι κάτω από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπορρίπτω «ρίχνω από κάτω»].