Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Full diacritics: σμᾰρᾰγή | Medium diacritics: σμαραγή | Low diacritics: σμαραγή | Capitals: ΣΜΑΡΑΓΗ |
Transliteration A: smaragḗ | Transliteration B: smaragē | Transliteration C: smaragi | Beta Code: smaragh/ |
ἡ, crashing, roar, Opp.H.5.243.
[Seite 910] ἡ, das Dröhnen, Brausen, Rauschen, Opp. Hal. 5, 243.
σμᾰρᾰγή: ἡ, κρότος ἰσχυρός, πάταγος, βροντή, Ὀππ. Ἁλ. 5. 245.
ἡ, Α
ισχυρός κρότος, πάταγος, βροντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμαραγῶ].