χιτωνία
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: χῐτωνία | Medium diacritics: χιτωνία | Low diacritics: χιτωνία | Capitals: ΧΙΤΩΝΙΑ |
Transliteration A: chitōnía | Transliteration B: chitōnia | Transliteration C: chitonia | Beta Code: xitwni/a |
ἡ, dress, Melamp.Naev.p.508 Franz.
[Seite 1357] ἡ, Kleidung, Sp.
χῐτωνία: ἡ, ἔνδυμα, φόρεμα, Μελάμπους π. ἐλαιῶν τοῦ σώματος σ. 508, ἔκδ. Franz.
ἡ, Α χιτών
1. Χιτώνη
2. είδος φορέματος.