εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
Full diacritics: καλαμανθήλη | Medium diacritics: καλαμανθήλη | Low diacritics: καλαμανθήλη | Capitals: ΚΑΛΑΜΑΝΘΗΛΗ |
Transliteration A: kalamanthḗlē | Transliteration B: kalamanthēlē | Transliteration C: kalamanthili | Beta Code: kalamanqh/lh |
ἡ, = ἀνθήλη, Edict.Diocl.18.6.
καλαμανθήλη, ἡ (Α)
το στάχυ με το καλάμι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + ἀνθήλη «θύσανος»].