ἐξαπατητέον
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
one must deceive, Pl.Cri.49e.
Spanish (DGE)
1 hay que engañar ἐ. τὴν Ἥραν Plu.Fr.157.95, ἄνδρας Plu.2.741c.
2 fig. hay que esquivar πότερον ... (τά) δίκαια ὄντα ποιητέον ἢ ἐ.; Pl.Cri.49e.
Greek Monotonic
ἐξᾰπᾰτητέον: ρημ. επίθ. του ἐξαπατάω, αυτό που πρέπει κάποιος να εξαπατήσει, σε Πλάτ.