ἐξαπατητέον
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
one must deceive, Pl.Cri.49e.
Spanish (DGE)
1 hay que engañar ἐ. τὴν Ἥραν Plu.Fr.157.95, ἄνδρας Plu.2.741c.
2 fig. hay que esquivar πότερον ... (τά) δίκαια ὄντα ποιητέον ἢ ἐ.; Pl.Cri.49e.
Greek Monotonic
ἐξᾰπᾰτητέον: ρημ. επίθ. του ἐξαπατάω, αυτό που πρέπει κάποιος να εξαπατήσει, σε Πλάτ.