προσογκέω
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
gain in bulk, Arist.Pr.964b4.
German (Pape)
[Seite 773] an Umfang oder Gewicht zunehmen, Arist. probl. 34, 11.
Greek (Liddell-Scott)
προσογκέω: αὐξάνομαι κατὰ τὸν ὄγκον ἢ τὸ βάρος, Ἀριστ. Προβλ. 34. 11.
Russian (Dvoretsky)
προσογκέω: v.l. Arst. προογκέω надуваться, разбухать (καθάπερ αἱ φῦσαι Arst.).