νυκτήμερον
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
τό, = νυχθήμερον, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτήμερον: τό, = νυχθήμερον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
νυκτήμερον, τὸ (ΑΜ)
ημερονύκτιο, μερόνυχτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἡμέρα.
German (Pape)
τό, = νυχθήμερον, zweifelhaft.