νυκτήμερον

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτήμερον Medium diacritics: νυκτήμερον Low diacritics: νυκτήμερον Capitals: ΝΥΚΤΗΜΕΡΟΝ
Transliteration A: nyktḗmeron Transliteration B: nyktēmeron Transliteration C: nyktimeron Beta Code: nukth/meron

English (LSJ)

τό, = νυχθήμερον, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτήμερον: τό, = νυχθήμερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

νυκτήμερον, τὸ (ΑΜ)
ημερονύκτιο, μερόνυχτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἡμέρα.

German (Pape)

τό, = νυχθήμερον, zweifelhaft.