πόθησις
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ποθή, Sch.D Il.1.240.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, das Wünschen, Sehnen, Lieben, Schol. Il. 1, 240.
Greek (Liddell-Scott)
πόθησις: ἡ = ποθή, Συλλ. Ἐπιγρ, 1988b. A. 4, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 240.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ποθώ
1. πόθος, σφοδρή επιθυμία
2. ανάμνηση με αγάπη και νοσταλγία.