οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Full diacritics: λέπτω | Medium diacritics: λέπτω | Low diacritics: λέπτω | Capitals: ΛΕΠΤΩ |
Transliteration A: léptō | Transliteration B: leptō | Transliteration C: lepto | Beta Code: le/ptw |
v. λέπω II.2.
λέπτω (Α)
τρώγω, κατατρώγω («λέπτει
κατεσθίει», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω, μεταπλασμένο κατά τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -πτω ή με επίδραση του λεπτός.