ἀμεθόδευτος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ἀμεθόδευτον,
A not to be cajoled, led astray, κριτής Herm. ap. Stob.1.49.44.
2 unscientific, ἰατρός Alex. Trall.Febr.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser desviado, recto κριτής Corp.Herm.Fr.23.62.
2 no metódico, no científico ἰατρός Alex.Trall.1.371.2, cf. Hsch.α 3566.
German (Pape)
[Seite 120] ohne Plan, Herm. Stob. ecl. phys. 1 p. 976.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεθόδευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεθοδευθῇ ἢ ἀπατήσῃ, κριτὴς Ἑρμᾶς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 976.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμεθόδευτος, -ον) μεθοδεύω
νεοελλ.
ο δίχως μέθοδο, ο αμέθοδος
μσν.
ανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον δελεάσει, να τον εξαπατήσει.