εὐάφεια
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰφ], ἡ, softness to the touch, Heraclid.Cum.5; -είας χάριν Heliod. ap. Orib.49.8.3, cf. Antyll.ib.45.2.1, Gal.12.844.
German (Pape)
[Seite 1058] ἡ, Weichheit beim Berühren, Heracild. bei Ath. II, 48 d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάφεια: ἡ, μαλακότης ἐν τῷ ἅπτεσθαι, ἵνα κόσμον ἔχῃ ἡ στρῶσις καὶ εὐάφειαν Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 48D, Ὀρειβάσ. 133 Mai.
Greek Monolingual
εὐάφεια, ιων. τ. εὐαφίη, ἡ (Α) ευαφής
η απαλότητα στην αφή, το μαλακό ψηλάφημα («ἵνα κόσμος ἔχῃ ἡ στρῶσις καὶ εὐάφειαν», Ορειβ.).