σόβητρον

From LSJ
Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόβητρον Medium diacritics: σόβητρον Low diacritics: σόβητρον Capitals: ΣΟΒΗΤΡΟΝ
Transliteration A: sóbētron Transliteration B: sobētron Transliteration C: sovitron Beta Code: so/bhtron

English (LSJ)

τό, fly-flap, οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων v.l. for σόβησις in Ph.2.428.

German (Pape)

[Seite 912] τό, Mittel zum Verscheuchen, Philo.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chasse-mouches.
Étymologie: σοβέω.

Greek (Liddell-Scott)

σόβητρον: τό, ῥιπίδιον δι’ οὗ ἀποδιώκουσι τὰς μυίας, «ξεμυιγιαστῆρι», οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων Φίλων 2. 428.

Greek Monolingual

τὸ, Α
οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να διώχνει μακριά, ιδίως αντικείμενο με το οποίο διώχνονται οι μύγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + επίθημα -τρον (πρβλ. φόβ-η-τρον)].