δουροτόμος
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
poet. for δρυτόμος, Opp.H.5.198; πελέκεις AP7.445 (Pers.).
Spanish (DGE)
-ον
cortador de madera, talador de árboles πελέκεις AP 7.445 (Pers.)
•subst. ὁ δ. leñador, aserrador ὡς δ' ὅτε δουροτόμοι ξυνὸν πόνον ἀθλεύωσι Opp.H.5.198, ἣν (μελίην) ... δουροτόμοι τέμνουσιν Q.S.1.250.
German (Pape)
[Seite 663] Holz schneidend, spaltend; πέλεκυς Pers. 7 (VII, 445); ὁ δ., der Holzhauer, Opp. H. 5, 198.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe le bois ; ὁ δουροτόμος bûcheron.
Étymologie: δόρυ, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
δουροτόμος: колющий или рубящий дрова (πελέκεις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δουροτόμος: Ἰων. ἀντὶ δορυτόμος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 198, Ἀνθ. Π. 7. 445.
Greek Monotonic
δουροτόμος: Ιων. αντί δορυτόμος, αυτός που κόβει ξύλα, ξυλοκόπος, σε Ανθ.