παιδοκτονία
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ἡ, child-murder, Ph.2.27, Hierocl. in CA14p.452M.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, Kindermord, Philo u. a. Sp.
Greek Monolingual
η (ΑΜ παιδοκτονία) παιδοκτόνος
φόνος παιδιού
νεοελλ.
(νομ.) η εκ προθέσεως θανάτωση παιδιού από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του τοκετού ή μετά τον τοκετό και ενόσω η μητέρα τελεί υπό την επήρεια τών ψυχοσωματικών και διανοητικών συνεπειών του τοκετού.
Translations
infanticide
Armenian: մանկասպանություն; Old Armenian: մանկասպանութիւն; Belarusian: дзетазабойства, інфантыцыд; Bulgarian: детеубийство; Chinese Mandarin: 殺嬰/杀婴; Czech: infanticida; Dutch: kindermoord, kinderdoding, infanticide; Finnish: lapsenmurha; French: infanticide; Galician: infanticidio; German: Kindesmord, Kindestötung; Greek: βρεφοκτονία, νηπιοκτονία; Ancient Greek: βρεφοκτονία, παιδοκτονία, παιδοφονία, τεκνοκτονία; Hungarian: csecsemőgyilkosság; Icelandic: barnsmorð; Ido: infantocido; Japanese: 子殺し; Korean: 영아 살해(嬰兒殺害); Latin: infanticidium; Macedonian: чедоубиство, чедоморство; Persian: قاتل بچه جدیدالولاده; Polish: dzieciobójstwo; Portuguese: infanticídio; Russian: детоубийство, инфантицид; Serbo-Croatian Cyrillic: инфантѝцӣд, чедоморство; Roman: infantìcīd, čedomórstvo; Slovak: infanticída; Slovene: detomor; Spanish: infanticidio; Swedish: barnamord; Telugu: శిశుహత్య; Ukrainian: дітовбивство, інфантицид; Volapük: cililisasen