ἐντρυφής
From LSJ
English (LSJ)
ἐντρυφές, luxurious, wanton, Man.4.85.
Spanish (DGE)
(ἐντρῠφής) -ές de pers. despilfarrador, propenso al lujo Man.4.85.
German (Pape)
[Seite 859] ές, schwelgerisch, üppig, Maneth. 4, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρῠφής: -ές, τρυφηλός, ἁβροδίαιτος, Μανέθων 4. 85.
Greek Monolingual
ἐντρυφής -ές (Α)
τρυφηλός, αβροδίαιτος, ακόλαστος.