ὀνειδείω
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
poet. for ὀνειδίζω, Thebaïs Fr. 3.
German (Pape)
[Seite 345] = ὀνειδίζω, poet. bei Schol. Soph. O. C. 1375, wo Buttm. für ὀνειδείοντες conj. ὀνείδειον τόδ'.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδείω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. ἔν τινι Ἀποσπάσματι τοῦ Θηβαϊκοῦ κύκλου παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1375, ἔνθα ὁ Buttm. ὀνείδειον τόδ’ ἔπεμψαν, ἀντὶ ὀνειδείοντες ἔπ-.
Greek Monolingual
ὀνειδείω (Α)
(ποιητ. τ.) ονειδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ονειδεσ-jο < ὄνειδος.