στραγγουριώδης
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
στραγγουριῶδες, of the nature of strangury, Hp. Epid.1.5,10; suffering from strangury, ib.2.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγουριώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 943, 947, κτλ.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α στραγγουρία
1. αυτός που πάσχει από στραγγουρία
2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στραγγουριώδης, -ες [στραγγουρία] lijkend op strangurie (bemoeilijkte urinelozing). lijdend aan strangurie (bemoeilijkte urinelozing).