στραγγουριώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγουριώδης Medium diacritics: στραγγουριώδης Low diacritics: στραγγουριώδης Capitals: ΣΤΡΑΓΓΟΥΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: strangouriṓdēs Transliteration B: strangouriōdēs Transliteration C: straggouriodis Beta Code: straggouriw/dhs

English (LSJ)

στραγγουριῶδες, of the nature of strangury, Hp. Epid.1.5,10; suffering from strangury, ib.2.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγουριώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῆς στραγγουρίας, ὁμοιάζων πρὸς στραγγουρίαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 943, 947, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στραγγουρία
1. αυτός που πάσχει από στραγγουρία
2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της στραγγουρίας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στραγγουριώδης, -ες [στραγγουρία] lijkend op strangurie (bemoeilijkte urinelozing). lijdend aan strangurie (bemoeilijkte urinelozing).