γλισχρώδης
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
γλισχρῶδες, glutinous, f.l. for βλιχρώδης, Hp.VC19.
Spanish (DGE)
-ες
viscoso Hp.VC 19 (var.), cf. Erot.28.10
•neutr. subst. τὸ γ. materia viscosa Sor.2.12.60, cf. Epiph.Const.Haer.64.72.4.
Greek (Liddell-Scott)
γλισχρώδης: -ες, (εἶδος) φύσεως κολλώδους, κολλώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 911.
Greek Monolingual
γλισχρώδης, -ες (Α) γλίσχρος
κολλώδης.