ἀργιλλώδης
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
or ἀργιλώδης, ες, clayey, ἀργιλωδεστέρην γῆν Hdt.2.12, cf. Arist.Mete.352b10, Thphr. HP 3.18.5, Antyll. ap. Orib.9.11.4; ὄχθαι Euph.11 (=Archyt.Amph.2).
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
argileux.
Étymologie: ἄργιλλος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργιλλώδης: ἢ ἀργῑλώδης, ες, ὅμοιος ἀργίλλῳ ἢ ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀργίλλου, ἀργιλλωδεστέραν γῆν, περὶ Σάμου, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 17, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5· κατὰ Σουΐδ. «ἀργιλλώδης, ὁ ῥυπαρός· ἢ ἀργιλλώδης γῆ, ἡ λευκὴ καὶ καθαρά».
Greek Monotonic
ἀργιλλώδης: ή ἀργῑλ-ῶδης, -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με λευκό χρώμα, χωματώδης, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἄργιλλος, ἄργῑλος, εἶδος
like clay, clayey, Hdt.
German (Pape)
od. ἀργιλώδης, ες, tonartig, tonig, γῆ Her. 2.12; τόπος Theophr.; ὄχθαι bei Ath. III.82a.