φιλοσκώμμων

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσκώμμων Medium diacritics: φιλοσκώμμων Low diacritics: φιλοσκώμμων Capitals: ΦΙΛΟΣΚΩΜΜΩΝ
Transliteration A: philoskṓmmōn Transliteration B: philoskōmmōn Transliteration C: filoskommon Beta Code: filoskw/mmwn

English (LSJ)

φιλοσκώμμον, gen. ονος, fond of scoffing or jesting, Hdt.2.174, Plu.Sull.2, App.Sam.7.2, Luc.Tim.46. Adv. φιλοσκωμμόνως Poll.5.161.

German (Pape)

[Seite 1285] ονος, Spott liebend, gern spottend, Her. 2, 174.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime à railler, moqueur.
Étymologie: φίλος, σκώπτω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοσκώμμων: 2, gen. ονος любящий насмешки или шутки Her., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσκώμμων: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα ἢ τὰ ἀστεῖα, Ἡρόδ. 2. 174, Ἀππ., Λουκ., κλπ. Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Ε΄, 161.

Greek Monolingual

-ον ΝΜΑ
(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που του αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σκώμμων (< σκῶμμα «πείραγμα, αστεϊσμός»)].

Greek Monotonic

φῐλοσκώμμων: -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φῐλο-σκώμμων, ον,
fond of scoffing or jesting, Hdt.