ἴσθμιος

From LSJ
Revision as of 11:15, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσθμιος Medium diacritics: ἴσθμιος Low diacritics: ίσθμιος Capitals: ΙΣΘΜΙΟΣ
Transliteration A: ísthmios Transliteration B: isthmios Transliteration C: isthmios Beta Code: i)/sqmios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Tr.1098 (lyr.):—of or belonging to the Isthmus, Isthmian, Ποτειδᾶν Pi.O.13.4; χθών S.OT940.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de l'isthme (de Corinthe), isthmique ; τὰ Ἴσθμια (ἱερά) les jeux isthmiques.
Étymologie: ἰσθμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσθμιος: -α, -ον, Εὐρ. Τρῳ. 1098· ― ἐκ τοῦ Ἰσθμοῦ ἢ εἰς αὐτὸν ἀνήκων, Ἰσθμικός, Πινδ. Ο. 13. 4, Σοφ. Ο. Τ. 940, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἴσθμιος, -ία, -ιον, θηλ. και ίσθμιος ισθμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό της Κορίνθου, ισθμικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά)
αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό της Κορίνθου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴσθμια
τα μέρη που βρίσκονται στον λαιμό ή στον τράχηλο
3. το ουδ. ως ουσ. το ἴσθμιον
α) καθετί που ανήκει στον λαιμό ή στον τράχηλο, το περιδέραιο β) ο λαιμός του αμφορέα
γ) στόμιο πηγαδιού
δ) μέρος του μαχαιριού, πιθ. η λαβή
δ) κατά τον Ησύχ. στενή λωρίδα ξηράς μεταξύ δύο θαλασσών, ισθμός
ε) είδος φιάλης τών Κυπρίων με στενό λαιμό και ευρεία βάση.

Greek Monotonic

ἴσθμιος: -α, -ον ή -ος, -ον, Ισθμικός, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον Ισθμό, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἴσθμιος, η, ον
Isthmian, Soph.