ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
νυνμενί (Α)επίρρ. (αντί νυνί μέν) τώρα δα μεν.[ΕΤΥΜΟΛ. < νυνὶ μέν + δεικτικό επίθημα Γ (πρβλ. νῦν: νυνί)].
νυνμενί: Arph. = νυνὶ μέν.
familiar Attic for νυνὶ μέν, Ar.