μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
νυνμενί (Α)
επίρρ. (αντί νυνί μέν) τώρα δα μεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυνὶ μέν + δεικτικό επίθημα Γ (πρβλ. νῦν: νυνί)].
νυνμενί: Arph. = νυνὶ μέν.
familiar Attic for νυνὶ μέν, Ar.