Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀδιάρρηκτος

From LSJ
Revision as of 13:33, 28 September 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάρρηκτος Medium diacritics: ἀδιάρρηκτος Low diacritics: αδιάρρηκτος Capitals: ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΟΣ
Transliteration A: adiárrēktos Transliteration B: adiarrēktos Transliteration C: adiarriktos Beta Code: a)dia/rrhktos

English (LSJ)

ἀδιάρρηκτον, not torn in pieces, Glossaria on ἄρρηκτος, EM149.12.

Spanish (DGE)

-ον no destrozado, EMα 1861.

German (Pape)

nicht zu zerreißen, Sp.

Greek Monolingual

αδιάρρηκτος και αδιάρρηχτος, -η, -ο (Μ ἀδιάρρηκτος, -ον) διαρρήγνυμι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάρρηξη
2. στερεός, αδιάσπαστος, σταθερός, ασφαλής
μσν.
αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάρρηκτος: -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ.