αβεβαιότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀβεβαιότης) ἀβέβαιος
1. έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία
2. ασάφεια, αοριστία
αρχ.
αστάθεια, ακαταστασία.
Translations
precariousness
Catalan: precarietat; French: précarité; Galician: precariedade; Greek: επισφάλεια, αστάθεια, αβεβαιότητα, επισφαλής χαρακτήρας; Ancient Greek: ἐπισφάλεια; Hebrew: אי-יציבות; Italian: precarietà; Portuguese: precariedade; Spanish: precariedad; Turkish: istikrarsızlık