ὑποπεπτωκότως
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of ὑποπίπτω, submissively, ὑ. καὶ ταπεωῶς Plb.35.2.13.
German (Pape)
[Seite 1228] adv. part. perf. act. zu ὑποπίπτω, demütig, καὶ ταπεινῶς Pol. 35, 2,13.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπεπτωκότως: [adv. от part. pf. к ὑποπίπτω униженно (ὑ. καὶ ταπεινῶς τοῖς λόγοις χρῆσθαι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπεπτωκότως: ἐπιρρ. μετοχ. πρκμ. ἐνεργ. τοῦ ὑποπίπτω, ἐν καταπτώσει φρονήματος, δουλοφρόνως, χαμερπῶς, ὑπ. καὶ ταπεινῶς Πολύβ. 35. 2, 13.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με χαμηλό φρόνημα και, κατ' επέκτ., με χαμέρπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπεπτωκώς, -ότος, μτχ. παρακμ. του ρ. ὑποπίπτω «πέφτω, καταπέφτω» + επιρρμ. κατάλ. -ως].