Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
[Seite 1535] vornüber gebogen, gebückt, demütig, Hesych. erkl. ταπεινούμενον.
κυπτός, -ή, -όν (Μ) κύπτωσκυφτός.
κυπτός -ή -όν [κύπτω] verbogen, verdraaid.