νηττοφόνος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ὁ, duck-killer, a kind of eagle, Aquila naevia, Arist.HA618b25.
Greek Monolingual
νηττοφόνος, -ον, ὁ (Α)
1. νηττοκτόνος
2. το αρσ. ως ουσ. είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήττα «πάπια» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-φόνος, νεβρο-φόνος.
German (Pape)
= νηττοκτόνος, Arist. H.A. 9.32.