ὑπόχλωρος
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ὑπόχλωρον, greenish yellow, pale, Hp.Prog.11, Fract.11, Arist.HA616a18, Sor.1.44,91.
German (Pape)
[Seite 1240] ein wenig grün, blaß grüngelb, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόχλωρος: зеленоватый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχλωρος: -ον, ὀλίγον χλωμός, κιτρινωπός, Ἱππ. Προγν. 401, περὶ Ἀγμ. 760, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
κάπως χλωμός, κιτρινοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χλωρός «κιτρινοπράσινος»].