τριχιάω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A suffer from τριχίασις I, Gal.12.740.
II suffer from τριχίασις III.1, Arist.HA587b26; of the breasts, ὁκόταν γυναικὶ μαζὸς τριχιήσῃ Hp.Mul.2.186 (τριχιάσηται Erot.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχιάω: πάσχω ἐκ τριχιάσεως (Ι), Γαλην. ΙΙ. πάσχω ἐκ τριχιάσεως (ΙΙΙ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ τῶν μαστῶν, ὁπόταν γυναικὶ ὁ μαζὸς τριχιάσηται (ὡς ὁ Foës. ἀντὶ τραχὺς γένηται) Ἱππ. 666. 31.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχιάω: страдать грудницей Arst.