πρόσριζος
From LSJ
ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
English (LSJ)
πρόσριζον, at the root, v.l. for πρόρριζος in Arist.HA616a2 and App.Fr.11.
German (Pape)
[Seite 779] an der Wurzel, Arist. H. A. 9, 13, auch als v.l. von πρόριζος.
Russian (Dvoretsky)
πρόσριζος: Arst. = πρόρριζος.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσριζος: -ον, ὁ πρὸς τὴν ῥίζαν, διάφ. γραφ. ἀντὶ πρόρριζος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ρίζος (< ῥίζα)].