ἰσοχειλής

Revision as of 22:20, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἰσοχειλές, level with the brim, κριθαὶ ἰσοχειλεῖς grains of malt floating level with the brims of the vessels, i.e. on the surface of the liquor, X.An.4.5.26; ζωρὸν κεράσας ἰσοχειλέα AP6.105 (Apollonid.); ἰ. τὴν κάτω σιαγόνα ποιήσας [ὁ βάτραχος] level with the surface of the water, Arist.HA536a16: c. dat., Εὐφράτης ἰ. τῇ γῇ Arr.An.7.7.5; equally full, Max.Tyr.31.2.

German (Pape)

[Seite 1268] ές, mit den Lippen oder dem Rande gleich, bis an den Rand; οἶνος κρίθινος ἐν κρατῆρσιν · ἐνῆσαν δὲ καὶ αὐταὶ αἱ κριθαὶ ἰσοχειλεῖς Xen. An. 4, 5, 26; eben so ζωρὸν κεράσας ἰσοχειλέα Apollnds. 7 (VI, 105); Εὐφράτης ἰσ. τῇ γῇ Arr. An. 7, 7, 9. – Vgl. Arist. H. A. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'élève jusqu'au bord (propr. aux lèvres) : ἰσοχειλεῖς κριθαί XÉN grains d'orge qui sont de niveau avec les bords supérieurs d'un vase, càd qui flottent sur le liquide.
Étymologie: ἴσος, χεῖλος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοχειλής: поднимающийся до краев, находящийся вровень с краями: ἐνῆσαν καὶ αὐταὶ αἱ κριθαὶ ἰσοχειλεῖς Xen. (в ячменном вине) плавали сверху ячменные зерна (досл. были вровень с краями); ἰσοχειλὲς ποιῆσαί τι ἐπὶ τῷ ὕδατι Arst. поднять что-л. на поверхность воды; ζωρὸν κεράσας ἰσοχειλέα Anth. напенив вино до краев (чаши).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοχειλής: -ές, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐπιφανείας μὲ τὰ χείλη ἀγγείου, οἶνος κρίθινος ἐν κρατῆρσιν· ἐνῆσαν δὲ καὶ αὐταὶ αἱ κριθαὶ ἰσοχειλεῖς Ξεν. Ἀν. 4. 5, 26· ζωρὸν κεράσας ἰσοχείλεα Ἀνθ. Π. 6. 105· ἰσοχειλῆ τὴν κάτω σιαγόνα ποιήσας ὁ βάτραχος, εἰς τὸ αὐτὸ ἐπίπεδον μὲ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 12· μετὰ δοτ., Εὐφράτης ἰσ. τῇ γῇ Ἀρρ. Ἀν. 7. 7.

Greek Monolingual

ἰσοχειλής, -ές (Α)
1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. αμβλυχειλής, λεπτοχειλής].

Greek Monotonic

ἰσοχειλής: -ές (χεῖλος), αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τα χείλη αγγείου, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἰσο-χειλής, ές χεῖλος
level with the brim, Xen.