κακολογώ
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
(AM κακολογῶ, κακολογέω) κακολόγος
1. (μτβ.) λέγω άσχημα, υβριστικά ή συκοφαντικά λόγια για κάποιον, υβρίζω, βλασφημώ, κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω κάποιον «ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ τελευτήσει θανάτῳ», ΠΔ)
2. (αμτβ.) λέγω κακούς λόγους, προφέρω βλασφημίες, κατηγορίες («ἐάν... αἰτίας καὶ βλασφημίας λέγη και κακολογῆ», Δημοσθ.).