ἀδωροδόκος
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
ἀδωροδόκον,
A incorruptible, AP9.779.
II = ἀνάεδνος (that does not receive nuptial gifts), ὑμέναιοι Nonn. D. 4.33, 34.176.
Spanish (DGE)
-ον
1 insobornable, íntegro Ἰουλιανὸς χερσὶν ἀδωροδόκοις AP 9.779.
2 que no tiene regalos de boda ὑμέναιοι Nonn.D.4.33, 34.176.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intègre.
Étymologie: ἀ, δωροδόκος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδωροδόκος: -ον, = ἀδιάφθορος, μὴ δεχόμενος δῶρα, Ἀνθ. Π. 9. 779, Νόνν.
Greek Monotonic
ἀδωροδόκος: -ον, αυτός που δεν δέχεται δώρα, αδιάφθορος, σε Ανθ.
Middle Liddell
incorruptible, Anth.
German (Pape)
kein Geschenk annehmend, unbestechlich, χεῖρες Ep.adesp. Bya. 27 (I X.769); Nonn. D. 4.33.