ὀνείρωξις

From LSJ
Revision as of 16:59, 11 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείρωξις Medium diacritics: ὀνείρωξις Low diacritics: ονείρωξις Capitals: ΟΝΕΙΡΩΞΙΣ
Transliteration A: oneírōxis Transliteration B: oneirōxis Transliteration C: oneiroksis Beta Code: o)nei/rwcis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A dreaming, hallucination, Pl.Ti.52b, Ph.1.698.
II effusion in sleep, Sor.[2.46], Porph.Abst.4.20, Orib.Syn. 9.38.

German (Pape)

[Seite 346] ἡ, das Träumen, Plat. Tim. 52 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνείρωξις: ἡ, ὄνειρον, τὸ ὀνειρεύεσθαι, Πλάτ. Τίμ. 52Β. ― ὀνειροξία παρὰ Ζωναρᾶ 1453.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείρωξις: εως ἡ сонные грезы, сновидение Plat.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και ὀνειρωξία) ονειρώττω
εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου
αρχ.
το να βλέπει κανείς όνειρα, ιδίως εφιαλτικά.