οξύτονος

From LSJ
Revision as of 07:01, 13 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)
1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)
2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο
2. το ουδ. ως ουσ. το ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.
επίρρ.
οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)
με οξύ τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].

Translations

oxytone

Esperanto: oksitona; French: oxyton; German: oxyton, oxytonisch; Greek: οξύτονος; Ancient Greek: ὀξύτονος; Hebrew: מִלְּרַע‎; Hungarian: oxiton, végéles; Latin: oxytonus; Portuguese: oxítono; Spanish: oxítono