ἀνόφθαλμος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἀνόφθαλμον, eyeless, without eyes, Tz.H.3.219.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene ojos Tz.H.3.222.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόφθαλμος: -ον, ὁ στερούμενος ὀφθαλμῶν, ἀόμματος, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 219.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. ονομασία μικρών κολεό πτερων που ζουν σε σκοτεινούς τόπους
μσν.
ο χωρίς οφθαλμούς.
Translations
eyeless
Eastern Mari: шинчадыме; French: sans yeux; German: augenlos, ohne Augen; Greek: αόμματος; Ancient Greek: ἄοψ, ἀνόφθαλμος, ἀνόμματος; Icelandic: augnalaus, sjónlaus; Komi-Permyak: синтӧм; Polish: bezoki; Russian: слепой, незрячий, безглазый, ничего не видящий; Turkish: gözsüz