κελαηδώ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
και κελαϊδώ και κιλαηδώ και κελαδώ, -έω και -άω (ΑΜ κελαδῶ, -έω, Α επικ. τ. κελάδω, Μ και κιλαδῶ)
(για πτηνά) τραγουδώ, ψάλλω
νεοελλ.-μσν.
μτφ. (για ανθρώπους)
1. φλυαρώ ευχάριστα
2. τραγουδώ ή ηχώ χαρούμενα
3. αυθαδιάζω
μσν.
αντηχώ
αρχ.
1. μτφ. κάνω θόρυβο όπως το νερό που ρέει ορμητικά
2. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, επευφημώ
3. (διάφ.) ηχώ, αντηχώ δυνατά
4. εξυμνώ μεγαλόφωνα κάποιον («κελαδεῖν Κρόνου παῖδα», Πίνδ.)
5. (η μτχ. ενεστ. του επικ. τ.) κελάδων, -ουσα, -ον
α) αυτός που θορυβεί
β) (για τον πόντο) αυτός που ηχεί με θόρυβο
γ) (για τον άνεμο) αυτός που πνέει ορμητικά, ο βουερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. κελαδώ < κέλαδος. Ο τ. κελαηδώ μεταπλασμένος φωνολογικά τ. από επίδρ. του ουσ. αηδόνι. Για τις γραφές κελαϊδώ, κιλαηδώ βλ. κελαηδισμός].