τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
κυαμῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
(ενν. αγορά) τόπος αγοράς κυάμων στην αρχαία Αθήνα («ἐπὶ τὴν κυαμῑτιν πορευομένοις, κατὰ τὴν ἱερὰν ὁδὸν τὴν ἐπ' Ἐλευσῖνα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. καλαμῖτις, σησαμῖτις)].