συμπληρώνω

From LSJ
Revision as of 14:48, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source

Greek Monolingual

συμπληρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. καθιστώ πλήρες κάτι, προσθέτω ό,τι του λείπει (α. «συμπληρώνω τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο», Πλωτίν.
γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῖς οἰκείοις μορίοις», Αριστοτ.)
2. ολοκληρώνω, αποτελειώνω («συμπληρώσας τὸν λόγον», Γαλ.)
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς κάτι («ἐνίοις δ' ἀντὶ τούτων συμπληροῖ τὸ μεταξὺ τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. εκπληρώνω, πραγματοποιώ
3. φρ. «συμπληρῶ ναῦς» — εξοπλίζω και επανδρώνω τα πλοία (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληρῶ].