σωματοπλόκος

From LSJ
Revision as of 14:51, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προέρχεται από εναγκαλισμούς, από μπλέξιμο τών μελών τών σωμάτων («ἡδοναῖς πλεκόμενοι σωματοπλόκοις», Γρηγ. Ναζ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος.