σωματοπλόκος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προέρχεται από εναγκαλισμούς, από μπλέξιμο τών μελών τών σωμάτων («ἡδοναῖς πλεκόμενοι σωματοπλόκοις», Γρηγ. Ναζ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος.