ὀρθόκορυς
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
υθος, ὁ, ἡ, having an upright crest, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκορυς: -υθος, ὁ, ἡ, «ὁ ὀρθὸν πῖλον ἔχων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀρθόκορυς, -υθος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῖλον ἔχων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + κόρυς, -υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρίκορυς)].